ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΤΟΝΙΑΣ ΜΑΣΟΥΡΙΔΟΥ
Η ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Ευχαριστώ την Τόνια Μασουρίδου για την πρόσκλησή της να συμμετάσχω και να έχω λόγο στην παρουσίαση του βιβλίου της. Πρόσκληση, την οποία αποδέχθηκα με χαρά, αφού πέρα από την προσωπική και πολύχρονη φιλία μας, εκτιμώ ιδιαίτερα το έργο της, που αντικατοπτρίζει εν πολλοίς τον ευαίσθητο χαρακτήρα της και την ποιητική της φύση, παρότι πεζογράφος.
Θα μπω λοιπόν απευθείας στο θέμα: Γραφή απέριττη, απλή, αδρή, γραμμική και συμπυκνωτική ανάπτυξη των θεμάτων της, που είναι ο βασικός κανόνας και η πρωταρχική απαίτηση του διηγηματικού είδους. Αυτού του είδους λόγου, που πλησιάζει πολύ τον ποιητικό, αρκεί να μην πάσχει από ποιητικότητα.
Χωρίς εξαντλητικές ή εξεζητημένες περιγραφές, περιορίζοντας τις περιγραφές πραγμάτων και προσώπων στον βαθμό που εξυπηρετούν την δραματουργική εξέλιξη της κάθε ιστορίας, με πλήρη ωστόσο επάρκεια στην γλωσσική σκηνογραφία τους, υπηρετεί με σταθερή συνέπεια την κλασσική της γραφή, που απαιτούν άλλωστε οι ανθρώπινοι χαρακτήρες της. Καθημερινοί άνθρωποι, της διπλανής, όπως λέμε πόρτας, που ασφαλώς κρύβουν μέσα τους ανικανοποίητα όνειρα, ματαιωμένες προσδοκίες, φιλοδοξίες και σχέδια, νεανικά αισθήματα, τα οποία η άτεγκτη πραγματικότητα, αυτή που ορίζουμε, για να την αντιμετωπίσουμε, ως ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα την χρησιμοποιούμε ως άλλοθι για την δική μας ατολμία, ακόμη και δειλία. Κατ’ ευφημισμόν ήρωες, που είτε-τις περισσότερες φορές-υποτάσσονται στην ψυχική και σωματική φθορά μιας μίζερης καθημερινότητας, ακόμη και στην εξαπάτηση μιας διαφυγής, που η ίδια τους η αφέλεια προκάλεσε, είτε κατ΄εξαίρεσιν, αντιδρούν, χωρίς πάντως να εξεγείρονται, και τότε ανατρέπουν την φυσιολογική, για τις κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, ροή της ζωής τους-και των γύρω τους.
Η Μασουρίδου εμβαθύνει στην ψυχογράφηση των ηρώων της χωρίς να κρύβει την συμπάθεια ή αντιπάθειά της γι’ αυτούς.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η προτίμηση για κάποιους χαρακτήρες και η απαρέσκεια γι’ άλλους εκ μέρους του συγγραφέα συνιστά συγγραφικό πταίσμα, αν όχι σημαντικό δραματουργικό μειονέκτημα.
Δεν συμμερίζομαι απόλυτα αυτή την άποψη, όπως δεν την συμμερίζεται και η Μασουρίδου, η οποία περιβάλλει με την ανθρώπινη και συγγραφική στοργή της, αυτούς που ηθικά επιλέγει.
Πώς μπορεί να παραβλέπει κανείς την ανθρώπινη κακία, ακόμη ακόμη και την αδικία της φύσης;
Θα έψεγε κανείς τον Ουγκώ για την μεγάλη συμπάθειά του προς τον Γιάννη Αγιάννη και την απέχθειά του για τον Ιαβέρη; Ανεξάρτητα αν ο συγγραφέας επιφυλάσσει λόγια δικαιολογίας ακόμη και στην πιο κακούργα ψυχή και προσπαθεί να κατανοήσει και να φέρει στην επιφάνεια τους λόγους, γονιδιακούς, ψυχικούς, πνευματικής ανεπάρκειας ή κοινωνικούς, που συνετέλεσαν στην διαπλάσή της.
Να δούμε όμως συγκεκριμένες στιγμές της πεζογραφικής δουλειάς της Μασουρίδου με βάση τις παραπάνω σκέψεις.
1.Αιτία της αποτυχίας του εκπατρισμένου ήρωα στο «Σπασμένο ρακοπότηρο» είναι η αφέλειά του να εμπιστευτεί τα συναισθήματα και τα αισθήματα για συμπατριώτες του, που απεδείχθησαν απατεώνες. Η άδικη ποινική καταδίκη του στην πατρίδα εκτίεται ως ακόμη χειρότερη ποινή, που είναι η αναγκαστική και μακροχρόνια ξενητιά. Η παρηγορητική σκέψη της μάνας, που βιώνει στην πατρίδα την στέρηση του παιδιού της, παίρνει την τραγική μορφή της τηλεπάθειας, με το σπάσιμο του ρακοπότηρου και του καταπραϋντικού αλκοόλ που χύνεται και εξατμίζεται, όπως ο χρόνος ως βίωμα θανάτου-πριν δηλαδή από το μη βίωμα του δικού μας.
2. «Γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μάς πάει», λέει ο Ελύτης στο ποίημα που το γνωρίζουμε οι περισσότεροι ως τραγούδι. Έτσι και η «Ταξιδιώτισσα του τρένου», που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου. Ίσως και η συγγραφέας να θέλει έτσι να τονίσει ( μαυρίσει θα το λέγαμε στην γλώσσα των υπολογιστών) το κεντρικό θέμα όλων των διηγημάτων της, ακόμη και στην θετική εκδοχή, που θα δούμε πιο κάτω, «στην τροχιά ενός άστρου». Η απότομη πραγματική ενηλικίωση του ήρωα συντελείται εδώ, ευτυχώς μάλλον πολύ νωρίς για τον ήρωα στο «γειά σου αγοράκι του τρένου», αντίο δηλαδή στην αθωότητα, που εδράζεται όχι πάντα στην παιδική αφέλεια, αλλά και σε σχεδιασμούς ζωής, που η ζωή, σε διαφορετική για τον καθένα μας στιγμή και φάση εκτρέπει.
3.Η «Μια Συνάντηση» δεν είναι όποια κι όποια. Ούτε αυτή που χαρακτηρίζουμε ως μοιραία, επειδή είναι για την ζωή μας καθοριστική, συνήθως καταστρεπτική. Εδώ αυτή η συνάντηση ισούται με μηδέν, αφού και η ηρωίδα προκαλεί τον αγαπημένο της νεκρό καθηγητή έτσι να την βαθμολογήσει. Δεν αντιστέκομαι να αποκαλύψω τις συνταρακτικές φράσεις που αποτυπώνουν τις σκέψεις της ηρωίδας στο νεκροταφείο:« Τίποτα, μα τίποτα απ’ όλα αυτά που την βάραιναν κάθε μέρα, δεν υπήρχε. Μπορεί και να μην υπήρχε ούτε ο θάνατος». Η τσεχωφική οικονομία αυτού του διηγήματος και η ιδέα της απουσίας του θανάτου σ’ ένα νεκροταφείο μού επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό αυτού του διηγήματος, όχι μόνον ως του καλύτερου της συλλογής, αλλ’ ως αριστουργήματος.
4.«Ένας δίσκος με σπιτικούς κουραμπιέδες», σπιτικούς όμως, όχι τυχαίου ζαχαροπλαστείου, συμπληρώνει την τραγικοκωμική φιγούρα της ηρωΐδας, χορεύτριας κλασσικού μπαλέτου, που ο χρόνος μεταμορφωμένος σε πάχος και γήρας την παρόπλισε σαν μέτρια δασκάλα γαλλικών. Μπορεί να μετριάσει την πίκρα της η γεύση του σπιτικού, όχι όποιου κι όποιου κουραμπιέ; Στην μεγάλη εορτή πάντως του καταχείμωνου και για κάποιους ανθρώπους, κυρίως των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, ανείπωτης μοναξιάς, ένας σπιτικός ελληνικός κουραμπιές θα αποτελούσε παρηγοριά.
5.Πώς λύνονται τα μάγια μιας πλούσιας κοπέλας, στην «Ιστορία της Σούλας», που μόνο το όνομά της θα πρόδιδε την λαϊκή καταγωγή της, αν δεν την ταλαιπωρούσαν αυτά τα μάγια, πού συντηρούσαν την εμμονή της με τον πάση θυσία γάμο και τα παιδιά, με αποτέλεσμα να πέφτει θύμα επιτηδείων δήθεν υποψηφίων γαμπρών και απατεώνων μέντιουμ; Η λύση δίνεται με την καταληκτική σκηνή του διηγήματος, που είναι τόσο εναργής όσο οι σκηνές υστερικών κωμικών ελληνικών σήριαλ, αλλ’ εν αντιθέσει προς εκείνα και τα νεύρα των τηλεθεατών, έχει ως απόρροια για την ηρωίδα και τους αναγνώστες ευεργετική ηρεμιστική δράση.
6. «Στην τροχιά ενός άστρου» η μακρά πορεία του ήρωα, από τα μισά όμως της διαδρομής, κατ’ αντίστροφη προς την ελυτική φορά, τον οδηγεί στην προσωπική σωτηρία και λύτρωση, αν και προσωπικά διατηρώ τις αμφιβολίες μου και για την ευτυχία των στενών του ανθρώπων. Σχετικές προσωπικές ενστάσεις, που μπορεί να αποτελούν βέβαια προκαταλήψεις μου, έχω και για την γραφή, που θα την χαρακτήριζα, και ας μού συγχωρεθεί ο νεολογισμός, θρησκευτικό και δή ορθόδοξο ρεαλισμό. Επ’ ουδενί αμφισβητώ την συγγραφική δεξιότητα, η οποία όμως στο παρόν δικαιώνει, κατά την γνώμη μου, μάλλον την ηθική στάση της συγγραφέως και λιγότερο την απότομη ψυχική μεταστροφή του ήρωα, χωρίς να παραβλέπω την καταλυτική δύναμη της πίστης, ως αντίρροπης δύναμης στο διεφθαρμένο κόσμο του υψηλού κατεστημένου. Όπου φαίνεται πως δεν αρκεί η ανθρωπίνων διαστάσεων αγάπη μάνας και συντρόφου. Θα ήμουν όμως άδικος αν παρέβλεπα και ένα επιπλέον κινούν αίτιο της πορείας του ήρωα προς την μοναχική μοναξιά. Είναι η προσευχή. Που συμπεριλαμβάνει στην τροχιά της και το ανήθικο άστρο του διηγήματος.
7. Με «μια μουτζουρωμένη παλέτα», ένα ματαιωμένο “σ’ αγαπώ”, σαν του Χορν στην Λαμπέτη της Κάλπικης Λύρας, όπως ρητά το δηλώνει η συγγραφέας, κλείνει το βιβλίο της η Τόνια Μασουρίδου. Η ηθική της στάση εδώ προκύπτει από την αληθοφανή, αντικειμενική και πειστική περιγραφή μιας κοινωνίας απόλυτα οικείας στην δική μου γενιά της όασης της Αλκυονίδας, εν μέσω της χουντικής ερήμου, αλλά και των αλκυονίδων ημερών κατόπιν της μεταπολίτευσης και της κακοφορμισμένης συνέχειάς της με τον κλεπτονεοπλουτισμό που έχει ωστόσο και αυτός τις ρίζες του στην χουντική εποχή. Συμβιβασμός, υποταγή, και για μια μεγάλη μειοψηφία (ευφημισμός κι εδώ) εκμετάλλευση εκ μέρους της προς ίδιον υλικό, χυδαίο όφελος των μαραμένων δαφνών του άδολου φοιτητικού παρελθόντος. Επί θυσία και του πιο ανατρεπτικού συναισθήματος. Που πλέον σαπίζει τυλιγμένο από αράχνες ενοχές στην ερωτική παλέτα, ανεξίτηλα μουτζουρωμένης.
Εν κατακλείδει:
Δεν κρύβω την προτίμησή μου στην διαύγεια της πεζογραφίας ενώ ταυτόχρονα δέχομαι, αν εκφράζεται επιτυχημένα, δηλαδή εμπνευσμένα και τον κρυπτικό πολλές φορές λόγο της ποίησης. Αλλ’ η ποίηση στην πεζογραφία δεν παράγεται καν από ποιητικό λόγο, εκλύεται από την εμπνευσμένη επίσης ασφαλώς γραφή, που δεν υποκύπτει όμως σ’ αυτόν, αλλά διατηρεί την πεζογραφική αυτονομία της και με αυτήν μάς εισάγει στον ρεαλιστικό ή μαγικό κόσμο της πραγματικότητάς της. Προϋπόθεση φυσικά η ανερμήνευτη εκείνη γονιμοποιός της εκάστοτε συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας δύναμη, που ονομάζουμε ταλέντο.
Με το δικό της λοιπόν ταλέντο η συγγραφέας μας βλέπει και αποδίδει την πραγματικότητα με ευθύ τρόπο, στις φυσικές της διαστάσεις, θα μού επιτρέψετε να πω, όχι λοξά, όπως είθισται και λέγεται για πολλά σύγχρονα έργα, μεταδίδοντάς μας όμως με την φαινομενικά «εξωτερική» συμπεριφορά των ηρώων της την εσωτερική τους θερμοκρασία.
Κλασσική-όχι κλασσικότροπη-δηλαδή αναγνωρίσιμη ενός ύφους, που, ενώ έλκει την καταγωγή του από την κάποτε δυσφημισμένη ως ηθογραφική γραφή του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, η γραφή της ταλαντούχου Τόνιας Μασουρίδου τής ανήκει προσωπικά, αποτελεί δηλαδή επίτευγμά της, μακριά από οποιονδήποτε μοντερνισμό, ανοίκειο στα θέματά της. Τί μοντερνιστικό στοιχείο μπορεί να έχει ο έρωτας, η υιική και η μητρική αγάπη, ο θάνατος;
Σας ευχαριστώ
Διαβάστηκε από τον Θεόδωρο Π. Ζαφειρίου στο Δημαρχείο Χολαργού κατά την εν θέματι Παρουσίαση στις 10 Δεκεμβρίου 2017.