ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΚΩΤΣΙΑ
Θάθελα, πριν μιλήσω για τον φίλο μου Τηλέμαχο Κώτσια, θεωρώντας περιττό να χρησιμοποιήσω τις λέξεις κλειδιά “συγγραφέας” ή “πεζογράφος”, αφού και μόνο το ονοματεπώνυμο παραπέμπει στην ιδιότητα-τόσο γνωστός είναι εδώ και μια εικοσαετία ο Κώτσιας στο ελληνικό κοινό και τού εύχομαι σύντομα και στο διεθνές- θάθελα λοιπόν ευθύς εξαρχής να ξεκαθαρίσω, ότι θα προτιμούσα μιλώντας για το έργο του να μην τον γνώριζα προσωπικά. Όχι μόνον επειδή ίσως η προσωπική γνωριμία είτε προσθέτει είτε αφαιρεί κάτι από την αναγνωστική ηδονή του αναγνώστη, εν προκειμένω εμού, κάτι από την αποτίμηση και αξιολόγηση του έργου, όπως θέλετε πείτε το. Αλλά γιατί προκαλεί κυρίως, έστω και την παραμικρή, υποψία μεροληψίας, απαλείφει την λεγόμενη (αφού μάλλον μη υπαρκτή αντικειμενικότητα). Και επιπλέον, γιατί προτιμώ η υποκειμενική μου κρίση να πηγάζει απευθείας από το ήθος και την αισθητική του έργου και εντελώς ανεξάρτητα από την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του δημιουργού. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, σχεδόν στοιχειoθετούν κανόνα, κακοί ή και ανήθικοι άνθρωποι, για να το πω γενικά, να έχουν γράψει όχι απλώς καλά, δηλαδή ηθικά έργα, αλλά από κάθε άποψη άρτια έργα, δηλαδή και αισθητικά αριστουργήματα.
Όμως, ό γέγονε, γέγονε. Ο Τηλέμαχος είναι στενός μου φίλος και μπορώ τουλάχιστον να σάς διαβεβαιώσω, ότι αυτή η τελευταία αντίφαση δεν υπάρχει. Τόσο από το ιστορικό παρελθόν του συγγραφέα Κώτσια, όπως αυτό αποτυπώνεται στα έργα του, όσον και από την συμπεριφορά του καθημερινού ανθρώπου Τηλέμαχου, τις κοινωνικές και ιδιωτικές του σχέσεις, αναδύεται ο κοινός και αδιαίρετος Τηλέμαχος Κώτσιας. Εκείνος, που υπερασπίζεται τα πιστεύω και την πείρα του (τα πρώτα ως κατάληξη της δεύτερης και όχι ως ψευδεπίγραφες και εμμονικές ιδεολογικοϊδεοληψίες.
Αλλά ας ξεκινήσω από τον φίλο Τηλέμαχο. Δηλαδή το περιστατικό της γνωριμίας μου μαζί του. Το οποίο ωστόσο συνδέεται κατ’ ευτυχή σύμπτωση, σχεδόν με τηλεπαθητικό τρόπο με τον συγγραφέα Κώτσια. Είναι δεκαεννιά χρόνια πριν. Πηγαίνω με το λεωφορείο στην δουλειά μου και παρόλο τον πρωινό συνωστισμό και την ενόχληση, που προκαλώ στους συνεπιβάτες μου, έχω ανοίξει την εφημερίδα μου (που έχει κλείσει και δεν κινδυνεύω ονομάζοντάς την να κατηγορηθώ για γκρίζα διαφήμιση, ήταν η Ελευθεροτυπία) και διαβάζω την σελίδα με τις κριτικές βιβλίων. Επάνω επάνω, σαν σε ξεχωριστό πλαίσιο, το κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για την νουβέλα του Τηλέμαχου Κώτσια «Βροχή στο μνήμα, 2000» Διθυραμβικό και μάλιστα για κάποιον ακόμη σχετικά άγνωστο συγγραφέα. Και μάλιστα από ιδιαίτερο, δύσκολο, αυστηρό, έως και δηκτικό ενίοτε κριτικό. Αργότερα, διαβάζοντας την ίδια την νουβέλα, διεπίστωσα και την κύρια αιτία του διθύραμβου.
Εκείνη πάντως την ημέρα πέρασε σχεδόν μια ολόκληρη ώρα, στην πρωινή κυκλοφοριακή συμφόρηση της Βασιλίσσης Σοφίας, που και την εγκεφαλική είναι ικανή να προκαλέσει, μέχρι να φτάσω στην Ζαλοκώστα, να αφήσω την εφημερίδα πάνω στο γραφείο μου, χωρίς να την διπλώσω, ανοιγμένη στην σελίδα της κριτικής. Είχα πολλή δουλειά εκείνη την ημέρα και πολύ κόσμο, που πηγαινοερχόταν στο γραφείο. Έτσι δεν πολυπρόσεχα πρόσωπα ούτε πολυάκουγα ονόματα. Μέχρι που ο Τηλέμαχος, που στεκόταν ήδη αρκετή ώρα μπροστά μου για κάποιο θέμα της μεταφραστικής υπηρεσίας (ήταν μεταφραστής κι εγώ υπάλληλος του ΥΠΕΞ) γύρισε να φύγει. Μάλλον είχε προσέξει κι εκείνος την εφημερίδα, αλλά κι εγώ φωτίστηκα εκείνη την στιγμή, ίσως βλέποντας το όνομά του σε κάποιο έγγραφο, που μού άφησε. Και έτσι, δείχνοντας την εφημερίδα, τον ρώτησα. Ναι, ήταν εκείνος. Είναι ο σημερινός στενός μου φίλος.
Επιστρέφω λοιπόν στην αιτία του διθύραμβου για το πρώτο έργο του που γνώρισα και αγάπησα, την «Βροχή στο μνήμα». Ήταν πρώτα απ’ όλα η ίδια η γραφή καθαυτή, ο απλός (προσοχή, όχι απλοϊκός) και αβίαστος τρόπος, που ανεδείκνυε ένα συγκινητικό άμα και παράδοξο θέμα (την παράτολμη πράξη ενός Βορειοηπειρώτη βοσκού να θάψει με την συνδρομή παπά και μοιρολογίστρας έναν Έλληνα φαντάρο, που μπήκε στην αλβανική επικράτεια-κατά λάθος; κυνηγώντας κομμουνιστές αντάρτες; δεν διευκρινίζεται- και τον σκότωσαν αλβανοί στρατιώτες στις 26 Ιουλίου 1946, εν συνεχεία δε την φροντίδα του τάφου του και μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος τον περιπετειώδη αγώνα του να ανακαλύψει στην Ελλάδα τους συγγενείς του και να τους παραδώσει τα οστά, να πενθήσουν επιτέλους τον άνθρωπό τους και να τον ενταφιάσουν στο χώμα της πατρίδας του. Τελικά όμως, και μετά από την άκαρπη απόπειρα ενός επιτήδειου Έλληνα εμπόρου να εμπορευθεί το «προϊόν» οστά και να αποσπάσει χρήματα από τυχόν συγγενείς του νεκρού, χρήματα που θα μοιράζονταν με τον Βορειοηπειρώτη, στην συνείδηση του οποίου σκάλωσε η πρωτοφανής αυτή τυμβωρυχία, τα οστά παρέμειναν στην όπου γής και πατρίς). Αλλ’ εάν η συγκίνησή μας προκαλείται από την αψήφιστη πράξη μιας τύποις και ουσία θρησκευτικής ταφής, που όχι μόνο συγκρίνεται με την Σοφόκλεια Αντιγόνη, αλλά προχωρά και στην άρνηση της διαχρονικής και απόλυτης εξουσίας του χρήματος, αυτή η αυταπάρνηση ακριβώς συνιστά και το παράδοξον του θέματος. Ελπίζω, τόσον ο συγγραφέας όσον και η υπομονή σας, να μου συγχωρήσουν αυτή την επιμονή μου στην αφορμή της γνωριμίας μου με τον Τηλέμαχο, στην «Βροχή στο Μνήμα», αφενός γιατί πάντα η πρώτη αγάπη είναι η μεγαλύτερη και αξεπέραστη, αφετέρου λόγω ιδιοσυγκρασίας μου. Η νουβέλα αυτή ξεπερνά τα όρια του πεζού λόγου, χωρίς όμως να παραβιάζει τους κανόνες της αυτονομίας του. Μπαίνει, όπως ο φαντάρος της ιστορίας μας στην «ξένη» επικράτεια, εκείνη της ποίησης, αλλά δεν κινδυνεύει, επειδή νομιμοποιείται με τους δικούς του όρους. Δηλαδή καμμιά ποιητικότητα. Με καύσιμο μια στρωτή γλώσσα, το κύριο συστατικό της οποίας είναι η θυμώδης λαϊκή σοφία και το χιούμορ, ως παράγωγό της, με την χρήση της ντοπιολαλιάς, οι εν πολλοίς ηχοποίητες λέξεις της οποίας όχι μόνον δεν εμποδίζουν την ροή της αφήγησης αλλά της προσδίδουν ζωντάνια και πειστικότητα, πότε πότε ξαφνιάζει με την υπέρβαση της λογικής, αλλ’ όχι με σουρεαλιστικό τρόπο, περισσότερο με συσχετισμούς και παραβολές, που προσιδιάζουν σε έναν ιδιότυπο, ας τον πούμε «βαλκανογενή» μαγικό ρεαλισμό. Ο Κώτσιας δεν φιλολογεί ούτε φιλοσοφεί. Αναπαριστώντας πιστά το κακοτράχαλο ορεινό βορειοηπειρωτικό τοπίο σαν θάλασσα με πετρωμένα κύματα, όπως εύστοχα το παρομοιάζει, χρησιμοποιώντας και ο ίδιος με φειδώ καλολογικά στοιχεία, όπως η φύση προοικονομεί την ομορφιά της, ανάλογα με τις ανάγκες της, αφήνει τελικά το ίδιο το τοπίο να αυτοπεριγραφεί, κατά βάθος να αυτοφιλοσοφηθεί. Όπως ακριβώς και οι άνθρωποί του. Θα μπορούσα πολλά περισσότερα να πω πάνω στον ενθουσιασμό μου γι’ αυτό το ποίημα. Το οποίο-επιμένω-αν ταξινομείτο ανάμεσα σε αναγνωρισμένες ποιητικές συλλογές, θα εισήγαγε ή και θα επανακαθόριζε πολλά από τα μέτρα και σταθμά τους. Ίσως θα μπορούσα να σάς μεταδώσω λίγο από αυτό τον ενθουσιασμό διαβάζοντας δύο περικοπές από το βιβλίο (σελ 93, Ο Ζήσος…βόλι») και (σελ. 155, «Βρέχει αδιάκοπα…σαν σφουγγάρι». Θα αναφερθώ και πιο κάτω σε κριτική του Κούρτοβικ για το μυθιστόρημα του Κώτσια «Στην απέναντι όχθη, 2009». Ήδη όμως με την παραπάνω-πρώτη-νομίζω, έβαλε τις βάσεις της αναγνώρισης του Τηλέμαχου Κώτσια ως ισάξιου των μεγάλων μαστόρων της ελληνικής πεζογραφίας. Μνημονεύω τις κριτικές του συγκεκριμένου κριτικού, επειδή πιστεύω, ότι σε σύγκριση με τις περισσότερες, που στην πραγματικότητα είναι παρουσιάσεις και προσποιούνται τις κριτικές, αυτές δικαιώνουν με τα λογο-τεχνικά τους εργαλεία και κριτήρια τον χαρακτηρισμό τους. Έτσι, ακόμη και αν διαφωνεί κανείς, κυρίως σε περιπτώσεις απαξίωσης του κρινόμενου έργου, πρέπει να τεκμηριώσει, έστω και στον εαυτό του την διαφωνία. Αν όμως δεν διαφωνεί με θετική αποτίμηση, τότε το έργο ξεκινά το ταξίδι του στον απόλυτο κριτή, τον χρόνο, με ούριο άνεμο. Φυσικά το μέτρο της άξιας κριτικής το θέτει η τόλμη του κριτικού να αναδείξει τον άγνωστο (ή τον υποτιμημένο). Περίπτωση Κούρτοβικ ως προς τον άγνωστο τότε Κώτσια. Περίπτωση Ξενόπουλου ως προς τον υποτιμημένο τότε Καβάφη.
Έχοντας διαβάσει λοιπόν σήμερα το έργο του Τηλέμαχου, που φυσικά συμπεριλαμβάνει και τα μεταγενέστερα της «Βροχής», αλλά παλαιότερα της γνωριμίας μας βιβλία του σκέπτομαι τούτο: Θα με βοηθούσε στην κατανόηση, καλύτερα, στην συν-βίωση των θεμάτων του, δηλαδή των βιωμάτων του σε μιαν άλλη χώρα, σε ένα άλλο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, ταυτόχρονα όμως ως μετόχου της ελληνικής παιδείας και τί θα μού προσέθετε, εάν είχα υπάρξει και παιδικός του φίλος; Η πειστικότητα της γραφής του αίρει ακόμα και τις φυσιολογικές κατά τα άλλα επιφυλάξεις μου: Τίποτε.
Αν όμως με τον Τηλέμαχο δεν υπήρξαμε παιδικοί φίλοι, δηλαδή δεν συνυπήρξαμε, συνομήλικοι όντες, στα συνειδητά νεανικά μας χρόνια, τα περιβάλλοντα, που ζήσαμε, υπήρξαν, σε ιδεολογικό τουλάχιστον επίπεδο, τα ανεστραμμένα είδωλα το ένα του άλλου. Το ίδιο γκροτέσκα και τα δύο, τα διαφοροποιούσε μόνον η ένταξή τους, το ένα στο θεωρητικά αντίπαλο στρατόπεδο του άλλου. Αυτά ως προς την θεωρία. Γιατί στην πραγματική ζωή, το αλβανικό, στριμωγμένο μεταξύ της απομόνωσης από τον υπαρκτό σοσιαλιστικό κόσμο εκείνης της ψυχροπολεμικής εποχής και της όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά και εθνικιστικά εχθρικής καπιταλιστικής Ελλάδας, μπορούσε να επιβιώσει αποκλειστικά μέσα στο ασύστολο ψεύδος, που έβρισκε βάση μόνο στο επιχείρημα, ότι στην Ελλάδα είχε επιβληθεί ένα δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς από τον αμερικανό σατανά-κατά τα λοιπά ούτε η απόλυτη λεπτομερειακή καταπίεση στην ατομική προσωπική ζωή, όπως στην σοσιαλιστική Αλβανία υπήρξε, ούτε καμμιά σύγκριση μπορούσε να υποστηριχθεί σοβαρά μεταξύ της καταναλωτικής ελληνικής κοινωνίας και της αλβανικής ένδειας, νοουμένης ως ανύπαρκτης εκεί αγοράς. Κάποια φαιδρά περιστατικά, που αναφέρονται να έλαβαν χώρα σε δειλές προσπάθειες εξόδου της Αλβανίας από την διεθνή απομόνωση, μετά την διάρρηξη των σχέσεων με την Σοβιετική Ένωση και μετέπειτα με την Κίνα (μετά από ένα σχετικά σύντομο ειδύλλιο), με επίσημες επισκέψεις δυτικών αξιωματούχων, οπότε την ημέρα της Επίσκεψης γέμιζαν τα ελάχιστα μαγαζιά με αγαθά, που απεσύροντο την επόμενη μέρα, δεν μπορούσαν να κρύψουν την μίζερη πραγματικότητα, την οποία μόνον η απαγόρευση ξένων-δηλαδή ελληνικών-ραδιοφωνικών σταθμών και τηλεοπτικών καναλιών, δηλαδή η απειλή και η βία (και η επί ποινή θανάτου απαγόρευση εξόδου από το κολαστήριο του παραδείσου», μαζί με χονδροειδή προπαγάνδα περί καταπίεσης (αλήθεια) και εκτεταμένης φτώχειας (ψεύδος) στην Ελλάδα υποστήριζαν την υπεροχή του αλβανικού σοσιαλιστικού μοντέλου!
Ως σχήμα οξύμωρο, που επαληθευόταν, τηρουμένων των προλεχθεισών αναλογιών, μπορούμε να εκλάβουμε τις ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, που διακατείχαν, κατά κύριο λόγο τους νέους εκατέρωθεν, στην μεν σοσιαλιστική Αλβανία για την απόλυτη ευημερία, που θα εξασφάλιζε η δυτική δημοκρατία, στην δε δυτική, καπιταλιστική, υπό δικτατορία όμως, ευρισκόμενη Ελλάδα, για τον παράδεισο, που ευαγγελιζόταν η κομμουνιστική ιδεολογία. Ο σουρεαλιστικός χαρακτήρας μάλιστα του σχήματος αυτού ας φανταστούμε, ότι στην μεν Αλβανία συντηρείτο στις συνειδήσεις των ανθρώπων μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες ενός καθεστώτος, που συνιστούσε, ούτως ειπείν, μια αίρεση του υπαρκτού σοσιαλισμού, στην δε Ελλάδα κάτω από την κυριαρχία της υπό διωγμόν μαρξιστικής ορθοδοξίας. (Ακόμα και μετά το σχίσμα του Κ.Κ.Ε.).
Τώρα, ας προσθέσουμε στο παραπάνω σχήμα και την ιδιομορφία της θέσης της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και την μέσα σε αυτήν επαναστατική διάθεση της νεολαίας, που τριχοτομείται. Απέναντι στην παλαιά γενεά, απέναντι στο καταπιεστικό σύστημα, απέναντι στον ξένο δυνάστη. Που πάντως καταδυναστεύει άνευ διακρίσεων-και αυτό πρέπει να τού το αναγνωρίσουμε-και τον δικό του γηγενή πληθυσμό.
Ο Κώτσιας έχει εξαντλήσει σε σημαντικό βαθμό στα προηγούμενα βιβλία του, και κυρίως στην αριστουργηματική σάγκα του «Στην απέναντι όχθη» τις άγνωστες (και σκοτεινές) πτυχές της ζωής της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία με μιαν αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα. Και αυτή, συνεπικουρούμενη, μετά την ελληνική εμπειρία του, και από την αμεροληψία, θα λέγαμε ενός διακρατικού δικαστή, δικαιολογεί την απόλυτη καταδίκη τόσο των εθνικιστικών και εν πολλοίς ιδιοτελών ημετέρων κραυγών όσον και της κομμουνιστικής προπαγάνδας, που παρά την ιστορική της οικτρή διάψευση επιβιώνει στις συνειδήσεις πολλών εντίμων ανθρώπων, αλλά και αρτηριοσκληρωτικών ιδεολόγων, που πάντως δεν έζησαν στο πετσί τους την πραγμάτωση των ιδεών τους. Έτσι, πολύ πιο πειστικά, κατά την γνώμη μου, από την Επιστήμη της Ιστορίας, αποκαθιστά στις πραγματικά υπάρξασες συνθήκες, με την δύναμη της λογοτεχνίας, την ιστορική αλήθεια. Δεν λέω με την δύναμη της μυθοπλασίας, γιατί η τεχνική της τελευταίας στην λογοτεχνία του Κώτσια υπηρετεί μόνον την εύχυμη ροή της περιγραφής, ούτως ώστε η πραγματική Ιστορία, δοσμένη ως πλοκή, να γίνεται ένα εύπλαστο και εύληπτο υλικό για τον αναγνώστη. Να τού προκαλεί ακατανίκητο ενδιαφέρον να εξαντλήσει κάθε του βιβλίο, δηλαδή ολόκληρες ιστορικές περιόδους απνευστί, ει δυνατόν σε μια μέρα, ακόμα και νύχτα.
Το τελευταίο του λοιπόν βιβλίο, που συνδέεται θεματικά και με τα παιδιά των «Εφτά παραθύρων, 2002», αναφέρεται ακριβώς στην μη συνυπάρξασα νεανική μας ηλικία, αλλά κατά κάποιο-τον προαναφερθέντα-τρόπο παράλληλο βίο μας. Αυτόν, που γράφτηκε ως ανεπανάληπτο βίωμα, και στην μνήμη μας με «Σινική μελάνη».
Κατ’ αρχάς τα κοινά μας στοιχεία: Η καταπίεση. Η πνευματική ασφυξία. Η άγνωστη διάρκεια της ανελεύθερης ζωής. Η διακαής επιθυμία της φυγής, ακόμη και με τον κίνδυνο της δια βίου απώλειας της πατρώας γης. Αλλά και όλα αυτά ασύμμετρα. Και είναι αυτή η ασυμμετρία, που έστω εν τη αφελεία των παιδιών της Σινικής μελάνης, τα οδηγεί στις σπουδαίες, λαμβανομένων υπόψει των συνθηκών και της ηλικίας, επαναστατικές πράξεις τους, εκ των προτέρων βέβαια καταδικασμένες και αδιέξοδες. Ένα αντίστοιχο έργο, που διαδραματίζεται στην χουντική Ελλάδα με ηρωίδα μια εγκυμονούσα μάλιστα κοπέλλα, που συλλαμβάνεται και βασανίζεται στις ακραίες πάντως συνθήκες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η «Μαίρη» του ελληνοαυστρικής καταγωγής Σουηδού Άρη Φιορέτου.
Θα πει κανείς: Τί συγκρίσεις είναι αυτές; Μια ακραία-πολλοί φαντάζονταν και φαντασιώνονταν τελική-φάση του ( απλώς στρεβλού και τριτοκοσμικού) καπιταλιστικού συστήματος (Ελλάδα 1967-1974) απέναντι (και κυριολεκτικά) σε μιαν ακραία ( απλώς αποκλίνουσα και πρωτόγονη, λιγότερο πάντως πρωτόγονη από τις ασιατικές τύπου Πολ Ποτ) εκδοχή του πράγματι, όπως απεδείχθη, τελικού σταδίου του υπαρκτού σοσιαλισμού. Λοιπόν, τί συγκρίνεις; Συγκρίνω την αγριότητα. Αυτήν που στα δύο παραπάνω βιβλία αποτυπώθηκε και σημάδεψε νεανικά κορμιά και παρθένες ψυχές. Την αγριότητα, ως δικαιολογία υπεράσπισης ιδανικών (σοσιαλιστικών ή δημοκρατικών δηλαδή αστικών). Αυτήν την αγριότητα συγκρίνω, που, είτε εδώ είτε εκεί, μετά την εδραίωση των αντίστοιχων ψευδεπίγραφων εν πολλοίς καθεστώτων θεριεύει, αφού πλέον η βασική της αιτία είναι η παντί τρόπω διατήρηση του status quo. Είναι ασφαλώς πασίγνωστα, στους παλαιότερους μάλιστα ως βιώματα τα μέσα, που μετέρχεται αυτή η αγριότητα κατά την άσκηση μιας στην ακραία της μορφή απρόσωπης εξουσίας. Αφού τα πρόσωπα, ακόμη και τα υψηλά ιστάμενα, μαζί και τα κατώτερα όργανα ως θύτες μπορούν ανά πάσα στιγμή να εξομοιωθούν με τα θύματα. Ή, ανάποδα, τα θύματα να εξαναγκαστούν εκβιαστικά, με απειλές κατά των ιδίων ή συγγενών ή φίλων τους, να θητεύσουν ως θύτες. Και ούτε το ξύλο ούτε η φυλακή ούτε η εκτέλεση να είναι τα χειρότερα μέσα, αφού υπάρχει και λειτουργεί αποτελεσματικότερα το απεχθέστερο: ο χαφιεδισμός. Μπορείτε να φανταστείτε να καταδίδετε το παιδί σας, τον σύντροφό σας, τους γονείς σας; Η να τους υποπτεύεστε ότι εκείνοι σάς κατασκοπεύουν; Τέτοια φρίκη ένιωσα διαβάζοντας, εκτός από τον Έλληνα, και τον μεγαλύτερο Αλβανό συγγραφέα, τον Ισμαήλ Κανταρέ. Ο οποίος είχε επιδαψιλεύσει και κάποια καλά λόγια για το καθεστώς Χόντζα κρατώντας μάλλον ισορροπίες για μερικά ανισόρροπα θετικά του στοιχεία (μπορώ να φαντασθώ δωρεάν παιδεία, αποκλειομένων βεβαίως των ανεπιθυμήτων βλέπε και Κώτσια ή κατάργηση του οπίου των λαών, ας ερωτηθεί για το αποτέλεσμα ο νυν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος).
Εν πάση περιπτώσει, μιλώντας εδώ κυρίως για λογοτεχνία, διακρίνω στοιχεία συγγένειας μεταξύ Κώτσια και Κανταρέ, όπως την χρήση του μύθου και της λαϊκής παράδοσης, που συμπλέκονται σχεδόν ονειρικά με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου και μπολιάζουν τους χαρακτήρες τους.
Ως προς την ακρίβεια, την πυκνότητα και το απέριττο της μικρής φόρμας θα συνέκρινα τον Κώτσια με τον Τσέχωφ.
Τέλος και στα καθ’ ημάς, θα διακινδύνευα να αντιπαραβάλω στον σκιαθίτη τον βορειοηπειρώτη Παπαδιαμάντη. Ακόμη και αν στον δεύτερο βαραίνει το πολιτικό φορτίο της μυθιστορηματικής κατασκευής, ενώ στον πρώτο η βαριά ατμόσφαιρα της ψυχικής ενδοχώρας των ηρώων αποφορτίζεται με την γλαφυρή γλώσσα, που όμως προκάλεσε και σοβαρές παρεξηγήσεις στο παρελθόν με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του έργου του σε απλή ηθογραφία κατάλληλη μόνο για σχολική διδασκαλία. Ελπίζω στο μέλλον, χωρίς να μνημονεύεται και το έργο του Κώτσια ως πολιτική ας πούμε ηθογραφία, να διδάσκεται στα σχολεία, εφόσον υποτίθεται ο σκοπός της παιδείας είναι η συγκρότηση συνειδητών και υγιών δημοκρατικών πολιτών. Γιατί στην πραγματικότητα το έργο του Κώτσια εξερευνά τον ασθενή πυρήνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που σε δεδομένες άρρωστες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να εξαλλαχθεί αναλόγως.
Και αφού πάνω από τα πολιτικά συστήματα και καθεστώτα φαίνεται πώς στέκεται η τα πάνθ΄ ορά και διαφεντεύει ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, γραμμένη με κεφαλαία, ώστε να μην χρειάζεται η επίκληση ενός σωρού βιβλίων και συγγραμμάτων, για να αναλυθεί στις συνιστώσες της, που είναι ασφαλώς τα συμφέροντα και ο πατήρ πάντων των συμφερόντων πόλεμος. Αυτή ξεσπάει σε ηχηρά και σαρδόνια γέλια, που καλύπτουν τα κλάματα όσων αγωνίζονται για την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα απ’ την μια, την αταξική κοινωνία από την άλλη, και σφυρίζει κάθε τόσο λήξη αγώνος, που το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ Χ.
Έτσι ήρθε η ώρα και η Οικονομία σήμανε την κατάρρευση και του αλβανικού σοσιαλιστικού καθεστώτος. Στον αέρα της υπό προϋποθέσεις έστω δικής μας εδώ ελευθερίας, που πνέει πλέον και στην «Απέναντι όχθη», οι Αλβανοί μπορούν να διαβάσουν και να εκτιμήσουν το έργο του Τηλέμαχου Κώτσια.
Αλλ’ οι προνομιούχοι είμαστε ασφαλώς εμείς, που έχουμε το πρωτότυπο. Και πάντα προηγούμεθα. Να όπως τώρα με την «Σινική μελάνη». Αυτή την μελάνη, που νομίζω πως θα γραφεί ανεξίτηλα στην αναγνωστική μας μνήμη, αλλ’ όχι τόσο λόγω της «σινικής» ιδιότητάς της, όσο χάρις στο ταλέντο του συγγραφέα. Νομίζω, ότι η πιο εύστοχη κριτική παρατήρηση, που δημοσιεύτηκε, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μυθιστορήματος του Κώτσια «Στην απέναντι όχθη», αλλά ισχύει για όλα τα έργα του, είναι του Δημοσθένη Κούρτοβικ. «Ο συγγραφέας αυτός δεν περιγράφει συναισθήματα. Υποβάλλει αισθήματα». Και συνεχίζει ο Κούρτοβικ: «Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη… Είναι η απόσταση που χωρίζει το πρωτογενές, εξωτερικό ερέθισμα από την επεξεργασμένη μορφή που τού δίνει η συνείδηση. Και αυτό κάνει τα όσα εκτίθενται «Στην απέναντι όχθη» (και σε όλα του τα έργα προσθέτω εγώ και στο πρόσφατο «Σινική μελάνη» άμεσα και συγκλονιστικά αισθητά.» Είναι ένας έπαινος, που κατά την γνώμη μου πρέπει να συμπληρωθεί πριν απονεμηθεί, και στον «παραμυθά» Κώτσια. Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ. Είτε από τον κριτικό είτε από τον συγγραφέα. «Παραμυθά» βαπτίζω τον ταλαντούχο αρχιτέκτονα και εργάτη του πεζού λόγου, που, ανεξάρτητα από το θέμα, είτε πρόκειται για την «Κοκκινοσκουφίτσα», είτε για τον «Κόκκινο στρατό» μπάζει (ας μού συγχωρεθεί το ρήμα) τον αναγνώστη στην ιστορία, τού μεταδίδει τον ψυχισμό εκείνου του ήρωα ή αντιήρωα (ακόμη κι αν αυτές οι ιδιότητες ανατραπούν στο τέλος), με τον οποίο πείθεται, ότι συμπάσχει και ο αφηγητής (όχι πάντα και απαραίτητα ο συγγραφέας), εν τέλει, ό, τι κι αν συμβεί, κλείνοντας το βιβλίο έχει απολαύσει το έργο. Χμ… «Απολαύσει;» Μπορεί να παραγάγει απόλαυση μια τραγωδία; (Με την σύγχρονη έννοια). Ναι. Σπουδαία τέχνη χωρίς απόλαυση δεν νοείται. Αν όμως η έννοια αυτής της λέξης παραπέμπει αποκλειστικά στην ηδονή, συμπεριλαμβανομένης έστω της αναγνωστικής, ίσως μια καταλληλότερη θα ήταν «μέθεξη». Σ’ αυτήν συμβάλλει τα μέγιστα και η σε μεγάλο εύρος, αλλ’ εύστοχη χρήση της λαϊκής σοφίας με την αναφορά παροιμιών, που επιπλέον απαλύνουν την τραχύτητα των περιγραφών, ευφραίνουν κάπως την ασφυκτική ατμόσφαιρα, που γίνεται έτσι χαλαρότερη έως και κάποτε ιλαρή. Δεν πρόκειται όμως για μαύρο χιούμορ, αλλά για την εκτονωτική βαλβίδα της θυμοσοφίας ,που ενεργοποιεί το αίσθημα επιβίωσης, για να αντέξει κανείς και τον χειρότερο βαλκανικό ζόφο.
Αν επί εβδομήντα και, χρόνια είχαμε μαύρα μεσάνυχτα για την διπλανή μας χώρα και για τους άτυχους Έλληνες, που η αυθαίρετη εν πολλοίς, χάραξη των συνόρων («Στην απέναντι όχθη» έφτασε στο σημείο να τεμαχίσει ένα ελληνικό χωριό) εγκλώβισε όχι μόνο σέ ένα ξένο έθνος και κράτος, αλλά και σε ένα άλλο καθεστώς (η ήττα του οποίου στην Ελλάδα προκαλεί, έστω και ανομολόγητα ανακούφιση σε πλήθος αριστερών), σήμερα, χάρις στο έργο του Κώτσια, που χωρίς ίχνος εθνικισμού και ιδεολογικής μισαλλοδοξίας (αφού μαζί με τους μειονοτικούς Έλληνες συμπονεί εξίσου τους κατατρεγμένους Αλβανούς, ιδιαίτερο δε κεφάλαιο αφιερώνει σ’ εκείνους, που ήρθαν αντιμέτωποι με τους άλλοτε θύτες τους στην Ελλάδα, στο διήγημα π.χ.”Πανεπιστημίου και Σίνα”, από την συλλογή διηγημάτων «Τρείς γενιές Αμερικάνοι»), σήμερα λοιπόν ΞΕΡΟΥΜΕ. Και όχι μόνο ξέρουμε, αλλ’ όσοι διαβάσαμε, έστω κι ένα από τα βιβλία του Κώτσια «Εφτά παράθυρα», «Στην απέναντι όχθη», «Σινική μελάνη», έχουμε ΖΗΣΕΙ τον εφιάλτη.
Εν κατακλείδει, θάθελα να τεκμηριώσω την άποψή μου για την αμεροληψία του πολίτη Κώτσια, ως προς μια κατηγορία, που μπορεί-είναι εύκολη και του συρμού-να τού αποδοθεί περί αντικομμουνισμού, αίροντας μάλιστα τις επιφυλάξεις, που μού εξέφρασαν κάποιοι αναγνώστες της «Σινικής μελάνης» και τις οποίες συμμερίστηκα αρχικά κι εγώ, ως προς την σκοπιμότητα της συμπερίληψης σε αυτό το μυθιστόρημα, του τελευταίου κεφαλαίου «Άρατε πύλας». Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο ενός ξεχωριστού αυτοτελούς βιβλίου, που θα έκλεινε μια τετραλογία. Χωρίς αυτό να αποκλείεται σε ένα επόμενο αναλυτικότερο «επεισόδιο», νομίζω ότι και εδώ παίζει τον ρόλο του, από την άποψη, ότι ο Κώτσιας μ’ αυτό εδώ αποδεικνύει ότι δεν χαρίζεται ούτε στην στρεβλή (για να μην πω σάπια) και γεμάτη τόσο συστημικά όσο και ατομικά ελαττώματα σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία προ και μετά τον εμφύλιο, προ και μετά την κρίση, σε σχέση αιτίου και αιτιατού. Αλλά το ουσιαστικό επίτευγμα του Κώτσια είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια το κύριο αίτιο της κακοδαιμονίας των απανταχού πολιτικών συστημάτων, δηλαδή τον άνθρωπο, που ανήκει μάλλον στην πλειοψηφία των ανθρώπων, εκείνον τον ίδιο που μπορούμε να φανταστούμε να επιπλέει και να υπηρετεί με την ίδια ευκολία την τυρρανική εξουσία είτε στα κομμουνιστικά Τίρανα είτε στην χουντική Αθήνα. Και φυσικά χωράει και φοράει άνετα το κοστούμι της εξουσίας με ή χωρίς γραβάτα και στις δυο αυτές σημερινές δημοκρατίες.
Ακόμα και λειώνοντας στο στόμα του την καραμέλα της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα αποσυντίθεται η δημοκρατία και η χώρα του.
Δυστυχώς ο χρόνος μας (ίσως και η υπομονή σας) δεν επαρκεί να μιλήσουμε για όλα τα βιβλία του Κώτσια με θέματα, που ο συγγραφέας αντλεί τόσο από το παρελθόν της Αλβανίας όσο και από το παρόν της Ελλάδας, στην οποία τώρα ζει. Π.χ. το διαχρονικό ζήτημα της αλβανικής βεντέτας στο «Κώδικας τιμής, 2011» ή ο ελληνικός υπαρκτός σουρεαλισμός στους «Δεινόσαυρους των Αθηνών, 2015». Θέματα, που ωστόσο υπερβαίνουν τα χρονικά όρια της πραγματικότητας, όταν με τους τρόπους της διαχρονικής λαϊκής παραβολής ερμηνεύουν τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, οι οποίοι ζουν με το σώμα μέσα, και την ψυχή τους έξω και πέρα από το συγκεκριμένο πνιγηρό ιστορικό πλαίσιο.
Η γραφή του Κώτσια πάντως δεν αεροβατεί. Πατάει γερά στην γη του ρεαλισμού και ο βηματισμός της ξεχωρίζει σαν τα κρουστά σε μια συμφωνική συναυλία, που δεν μάς αφήνουν να εφησυχάσουμε στα μελωδικά μέρη, αλλά κάθε τόσο μάς επαναφέρουν στον ρυθμό της απτής πραγματικότητας. Σ’ αυτή την απτή πραγματικότητα ανήκει φυσικά και το ερωτικό στοιχείο. Εισβάλλει κι αυτό πότε πότε στο κείμενο και όχι αναίτια, αφού καλείται από την δραματική εξέλιξη της μυθιστορίας. Και γρήγορα από τις χαμηλότερες νότες του πρώτου σκιρτήματος δυναμώνει σε ψυχική ανάταση και ξεσπά στο κρεσέντο της λαγνείας. Το ερωτικό στοιχείο είναι το κύριο στοιχείο στο βιβλίο του Κώτσια «Ο χορός της νύφης, 2011», που ξεφεύγει από την συνήθη θεματολογία του, η οποία επικεντρώνεται βεβαίως στο βιωματικό έδαφος της μοιραίας πατρίδας του.
Ξέρω, ότι ο Τηλέμαχος ολοκληρώνει αυτόν τον καιρό ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν ανυπομονώ να το διαβάσω. Μέχρι να εκδοθεί διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα προηγούμενα. Σημειώνω και ξανασημειώνω τις λεπτομέρειες, που στην αγωνία της εξέλιξης της πλοκής παρέβλεψα, αλλά διαπιστώνω σε κάθε επανάγνωση, ότι, αν ευσταθεί η παρομοίωσή μου, αποτελούν τα τριχοειδή αγγεία του κειμένου, ζωτικά όμως για λειτουργία του, προκειμένου αυτό να διατηρεί και να μάς μεταδίδει την λογοτεχνική ζωντάνια του. Αλλά κι αυτή να τού προσδίδει κύρος και επιστημονική αξία μιας ιατρικής διάγνωσης, ακόμη ακόμη και μιας νεκροψίας, για ένα ανίατα άρρωστο κοινωνικό σώμα, που η δική του αρτηριοσκλήρωση το καταδίκασε σε θάνατο και έπρεπε το γρηγορότερο να πεθάνει, για να σωθούν τα μέλη του! Αλλ’ «άν αυτό είναι ο άνθρωπος» (Se questo e un uomo) κατά τον Πρίμο Λέβι, ας ελπίσουμε, ότι η Τέχνη αυτής της πολυδιάστατης ποιότητας και στον βαθμό, που θα φθάσει στο ευρύτερο κοινό, θα συμβάλει στην καλυτέρευση του DNA των ανθρώπων. Λίαν αμφίβολο. Προσωπικά και με αυτά που βλέπω, προσβλέπω μόνο στο μακρινό μέλλον. Είναι αυτό απαισιοδοξία; Αλλ’ όπως λέγεται, και η Τέχνη θέλει τον χρόνο της.
Σας ευχαριστώ
Διαβάστηκε από τον Θεόδωρο Π. Ζαφειρίου στο Δημαρχείο Χολαργού κατά την Παρουσίαση του βιβλίου του Τηλέμαχου Κώτσια «Σινική μελάνη» στις 22 Φεβρουαρίου 2019.